- ανοιχτόκαρδος
- -η, -οκαλόκαρδος, προσηνής, εύθυμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανοιχτόκαρδος — η, ο επίρρ. α αυτός που από χαρακτήρα έχει καλή διάθεση, διαχυτικός, εύθυμος: Τον συμπαθώ, γιατί είναι άνθρωπος ανοιχτόκαρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανοιχτόψυχος — η, ο ανοιχτόκαρδος … Dictionary of Greek
διαχυτικός — ή, ό (Α ός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάχυση ή στις διαχύσεις 2. συναισθηματικός, ανοιχτόκαρδος αρχ. ο ικανός για διάχυση* … Dictionary of Greek
ζεστόκαρδος — η, ο αυτός που έχει ζεστή καρδιά, ο ανοιχτόκαρδος … Dictionary of Greek
καλοκαρδιστής — καλοκαρδιστής, ὁ (Μ) [καλοκαρδίζω] ανοιχτόκαρδος, αυτός που φέρνει ευφροσύνη … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ντερμπεντέρης — και ντελμπεντέρης, ισσα, ικο ανοιχτόκαρδος, λεβέντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derbeder «αλήτης». Ο τ. ντελμπεντέρης με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
περιβόλι — I Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12τ. χλμ., κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 490 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού του … Dictionary of Greek